- ὀδοντοφύησις
- ὀδοντο-φύησις [pron. full] [ῠ], εως, ἡ, = sq., Sor.1.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδοντοφύησις — ὀδοντοφύησις, ἡ (Α) [οδοντοφυώ] η οδοντοφυΐα … Dictionary of Greek
ὀδοντοφυήσεως — ὀδοντοφυήσεω̆ς , ὀδοντοφύησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)